νικητοῦ

νικητοῦ
νικητής
winner
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Νικήτου — Νικήτας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοκρατορικός — ή, ο (ΑM κοσμοκρατορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοκράτορα ή στην κοσμοκρατορία («τῆς κοσμοκρατορικῆς ἀρχῆς τοῡ νικητοῡ βασιλέως», Ευσ.). επίρρ... κοσμοκρατορικῶς (Μ) με δύναμη κοσμοκράτορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμοκρατορία ή… …   Dictionary of Greek

  • συνεμβαίνω — Α [ἐμβαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον 2. μτφ. α) παίρνω μέρος σε κάτι, ανακατεύομαι β) ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι («συνεμβαίνει εἰς ἡρωϊκὰ μεγέθη περί τινος νικητοῡ», Λογγίν.) 3. φρ. «συνεμβαίνω τινὶ εἰς τὴν θάλατταν» αποπλέω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”